-
1 προσβολή
[прозволи] ουσ. Θ. оскорбление, приступ болезни,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσβολή
-
2 оскорбление
-я ουδ.προσβολή, θίξιμο, εξύβριση, βρίσιμο•оскорбление чувст προσβολή αισθημάτων•
тяжлое оскорбление βαριά προσβολή•
оскорбление словами προσβολή με λόγια•
оскорбление действием προσβολή με βιοπραγία•
наносить (нанести) оскорбление προσβάλλω•
переносить оскорбление δοκιμάζω προσβολή.
|| ταπείνωση• εξευτελισμός• -
3 обида
-не,1. προσβολή•нанести -у προσβάλλω, θίγω•
считать за -у το θεωρώ προσβολή•
тяжкая обида βαριά προσβολή•
не в -у вам сказано δεν το είπα για να σας θίξω•
взаимные -ы οι αντεγκλίσεις.
2. δυσάρεστο (λυπηρό) πράγμα•опоздал я в театр, какая -! άργησα για το θέατρο, τι λυπηρό γεγονός!
-
4 поражение
1. (разгром противника) η ήττα 2. (повреждение, нанесённое оружием) το χτύπημα, το τραύμα 3. (повреждение, болезненное изменение в ткани, органе и т.п.) η προσβολή, η βλάβη 4. (напр. цели) η προσβολή (π.χ. του στόχου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поражение
-
5 обида
обида ж η προσβολή, η αδικία· быть в \обидае на кого-л. είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον* * *жη προσβολή, η αδικίαбыть в оби́де на кого́-л. — είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον
-
6 оскорбление
оскорбление с η προσβολή, η εξύβριση· наносить \оскорбление προσβάλλω* * *сη προσβολή, η εξύβρισηнаноси́ть оскорбле́ние — προσβάλλω
-
7 атака
атак||аж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση. -
8 нападение
напад||ениес1. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή, ἡ Εφοδος:вооруженное \нападениеение ἡ Ενοπλη ἐπίθεση· \нападениеение с тыла ἡ προσβολή ἐκ τῶν νώτων открытый для \нападениеения εὐπρόσβλητος· совершать \нападениеение κάμνω ἐπίθεση· отражать \нападениеение ἀποκρούω ἐπίθεση·2. спорт. ἡ ἐπίθεση. -
9 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
10 оскорбление
оскорб||лениес ἡ προσβολή, ἡ υβρις / ἡ λοιδορία, ἡ ἐξύβρισις (словом):тяжелое \оскорблениеление ἡ βαρειά προσβολή· наносить \оскорблениеление προσβάλλω· подвергаться \оскорблениелению ὑφίσταμαι προσβολήν. -
11 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
12 поражение
-я ουδ.1. χτύπημα, εύρεση, επιτυχία•поражение цели η εύρεση του στόχου.
2. ήττα•нанести поражение противнику κατανικώ τον αντίπαλο•
потерпеть поражение битве νικιέμαι στη μάχη.
|| αποτυχία.3. χτύπημα (με μαχαίρι ή άλλο μέσο).4. προσβολή, βλάβη•поражение зрительного нерва προσβολή του οπτικού νεύρου.
εκφρ.поражение прав ή в правах – στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. -
13 съесть
съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. τρώγω•съесть суп τρώγω σούπα•
съесть яблоко τρώγω μήλο.
|| μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.2. κατατρώγω•сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.
|| κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).3. βλ. есть 1 (2 σημ.).4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.
|| βασανίζω, τυραννώ•зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•
тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.
5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.εκφρ.съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή. -
14 воздействие
1. (действие) η (επί)δραση, η ενέργεια 2. (внешних факторов) η επίδραση, η έκθεση 3. (разрушающее, химически активное и т.п.) η (χημική) προσβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздействие
-
15 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
16 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
17 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
18 разложение
1. (распад) η αποσύνθεση, η αποσάθρωση 2. (воздействие с целью вызвать распад) хим. η διάσπαση, η διάλυση, η προσβολή 3. (физ., мат.) η ανάλυσ/η 4. мат. το ανάπτυγμα- в ряд Фурье - στη σειρά Φουριέ 5 (гниение) η σήψη, η αποσάθρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разложение
-
19 бесчестье
бесчест||ьес ἡ ἀτίμωση [-ις], τό αίσχος, ἡ προσβολή τῆς τιμῆς. -
20 выпад
выпадм1. спорт. ἡ προβολή τοῦ ποδός:делать \выпад προβάλλω τό πόδι μπροστά·2. перен ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή.
См. также в других словарях:
προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)